- υπότιτλος
- οδεύτερος τίτλος βιβλίου, άρθρου, κάτω από γενικότερο τίτλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπότιτλος — ο / ὑπότιτλος, ΝΜ, και παλ. τ. υπότιτλο, το, Ν νεοελλ. 1. δευτερεύων τίτλος βιβλίου, δημοσιογραφικού ή άλλου κειμένου ή εντύπου κάτω από τον κύριο, γενικότερο τίτλο 2. στον πληθ. οι υπότιτλοι το κείμενο που αποδίδει τους διαλόγους ξενόφωνης… … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
επίτιτλος — ο τίτλος που τίθεται πολλές φορές πάνω από τον κύριο τίτλο άρθρου, μελέτης ή άλλου δημοσιεύματος σε εφημερίδα ή περιοδικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τίτλος (πρβλ. υπότιτλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Ιωάννη Α. Ρωμανό ως απόδοση στην Ελληνική… … Dictionary of Greek
υποτίτλωσις — ώσεως, ἡ, Μ διάρθρωση κειμένου σε κεφάλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπότιτλος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *ὑποτιτλῶ, όω] … Dictionary of Greek
υπότιτλο — το, Ν βλ. υπότιτλος … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
μότο — το άκλ. (λ. ιταλ.), γνωμικό που μπαίνει σαν υπότιτλος στην αρχή κάποιου κειμένου ή στην πρώτη σελίδα βιβλίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)